- φιλομήτωρ
- φιλομήτωρloving one's mothermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλομήτωρ — loving one s mother masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήτωρ — ορος, ο, η, ΝΑ (στην νεοελλ. λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά πολύ τη μητέρα του 2. προσωνυμία πολλών βασιλέων τής Αιγύπτου και, κυρίως, τού Πτολεμαίου ΣΤ αρχ. ως κύριο όν. Φιλομήτωρ τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτωρ… … Dictionary of Greek
Φιλομήτορα — Φιλομήτωρ loving one s mother masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήτορα — φιλομήτωρ loving one s mother masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήτορας — Φιλομήτωρ loving one s mother masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήτορας — φιλομήτωρ loving one s mother masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήτορες — Φιλομήτωρ loving one s mother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήτορες — φιλομήτωρ loving one s mother masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήτορι — Φιλομήτωρ loving one s mother masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήτορι — φιλομήτωρ loving one s mother masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)